- ευμένειος
- εὐμένειος, -ία, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ευμένη (όνομα δύο βασιλέων τής Περγάμου)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐμένειαγιορτή προς τιμήν τού βασιλιά Ευμένους Β' τής Περγάμου3. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐμένειος (ενν. μήν.)ονομασία μήνα στην Πέργαμο.
Dictionary of Greek. 2013.